μήρινθος

μήρινθος
μήρινθος
Grammatical information: f.; on the gender Schwyzer-Debrunner 34 n. 2.
Meaning: `cord, thread' (Il.).
Other forms: σμήρινθος f. (Pl. Lg. 644 e; σ- secondary; cf. Schwyzer 311, without sufficient ground). Cf. μήρινς Orph. A. 597. Cf. further σμῆριγξ, -ιγγος `hair' (Lyc. Poll. 2,22, H.); σμήριγγες πλεκταί, σειραί, βόστρυχοι Η.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Because of the suffix μήρινθος is probably Pre-Greek (Schwyzer 510, Chantraine Form. 371), but one assumed adaptation to the prob.\/perh. inherited μηρύομαι, for which there is little reason; s.s.v. μηρύομαι. - Acc. to v. Blumenthal IF 48, 50 prop. `bowstring' to Aegaean mēr- `bow' in Μηρ-ιόνης.
See also: s. μηρύομαι.
Page in Frisk: 2,230

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μήρινθος — μήρινθος, και σμήρινθος ἡ (Α) 1. σχοινί, σπόγγος («οὐ δὲ τρήρωνα πέλειαν λεπτῷ μηρίνθῳ δῆσεν ποδός», Ομ. Ιλ.) 2. ορμιά αλιευτική, πετονιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Οι λ. μήρινθος και μηρύομαι εμφανίζουν πιθ. την εκτεταμένη βαθμίδα *mēr τής ΙΕ… …   Dictionary of Greek

  • μήρινθος — fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθοιο — μήρινθος fem gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθοις — μήρινθος fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθου — μήρινθος fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθους — μήρινθος fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθων — μήρινθος fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μηρίνθῳ — μήρινθος fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρινθοι — μήρινθος fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μήρινθον — μήρινθος fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασάμινθος — ἀσάμινθος, η (Α) 1. η λεκάνη για το λούσιμο του σώματος, ο λουτήρας 2. ως επίθ. «ἐξ ἀσαμίνθου κύλικος» από κύλικα μεγάλη σαν μπανιέρα. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Πρόκειται ίσως για δάνειο αιγαιακής προελεύσεως, το οποίο εισήχθη στην Ελληνική μαζί… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”